Δείτε επίσης: ἔκνομος
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο έκνομος η έκνομη το έκνομο
      γενική του έκνομου της έκνομης του έκνομου
    αιτιατική τον έκνομο την έκνομη το έκνομο
     κλητική έκνομε έκνομη έκνομο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι έκνομοι οι έκνομες τα έκνομα
      γενική των έκνομων των έκνομων των έκνομων
    αιτιατική τους έκνομους τις έκνομες τα έκνομα
     κλητική έκνομοι έκνομες έκνομα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
έκνομος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἔκνομος (έξω απ' το νόμο)[1] < ἐκ + νόμος < νέμω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈe.kno.mos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: έ‐κνο‐μος
παλιότερος συλλαβισμός: έκ‐νο‐μος

  Επίθετο

επεξεργασία

έκνομος, -η, -ο

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία