illegal
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | illegal |
συγκριτικός | more illegal |
υπερθετικός | most illegal |
Επίθετο
επεξεργασίαillegal (en)
- παράνομος
- ↪ It is illegal to have a scary elephant as a pet.
- Είναι παράνομο να έχεις έναν τρομακτικό ελέφαντα για κατοικίδιο.
- ↪ It is illegal to have a scary elephant as a pet.