Επίθετο

επεξεργασία
παραθετικά
θετικός criminal
συγκριτικός more criminal
υπερθετικός most criminal

criminal (en)

  1. εγκληματικός, που ανήκει ή που αναφέρεται στο έγκλημα ή στον εγκληματία
    ⮡  a criminal act - εγκληματική πράξη
    ⮡  criminal negligence - εγκληματική αμέλεια
    ⮡  criminal nature - εγκληματική φύση
  2. (μόνο πριν από το ουσιαστικό) ποινικός, που συνδέεται με τους νόμους που ασχολούνται με το έγκλημα
    ⮡  The trial for the criminal case will start soon.
    Η δίκη για την ποινική υπόθεση θα ξεκινήσει σύντομα.

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
criminal criminals

criminal (en)

Συνώνυμα

επεξεργασία