criminal
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | criminal |
συγκριτικός | more criminal |
υπερθετικός | most criminal |
criminal (en)
- εγκληματικός, που ανήκει ή που αναφέρεται στο έγκλημα ή στον εγκληματία
- ⮡ a criminal act - εγκληματική πράξη
- ⮡ criminal negligence - εγκληματική αμέλεια
- ⮡ criminal nature - εγκληματική φύση
- (μόνο πριν από το ουσιαστικό) ποινικός, που συνδέεται με τους νόμους που ασχολούνται με το έγκλημα
- ⮡ The trial for the criminal case will start soon.
- Η δίκη για την ποινική υπόθεση θα ξεκινήσει σύντομα.
- ⮡ The trial for the criminal case will start soon.
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
criminal | criminals |
criminal (en)
- ο/η εγκληματίας