ποινικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ποινικός | η | ποινική | το | ποινικό |
γενική | του | ποινικού | της | ποινικής | του | ποινικού |
αιτιατική | τον | ποινικό | την | ποινική | το | ποινικό |
κλητική | ποινικέ | ποινική | ποινικό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ποινικοί | οι | ποινικές | τα | ποινικά |
γενική | των | ποινικών | των | ποινικών | των | ποινικών |
αιτιατική | τους | ποινικούς | τις | ποινικές | τα | ποινικά |
κλητική | ποινικοί | ποινικές | ποινικά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ποινικός (μαρτυρείται από το 1833)[1]< ποιν(ή) + -ικός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική pénal)[2]
Προφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαποινικός, -ή, -ό
- σχετικός με ποινή
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ σελ. 821, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
- ↑ ποινικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας