Αγγλικά (en) επεξεργασία

παραθετικά
θετικός illegally
συγκριτικός more illegally
υπερθετικός most illegally

  Ετυμολογία επεξεργασία

illegally < illegal + -ly

  Επίρρημα επεξεργασία

illegally (en)

  • παράνομα, λαθραία
    He was convicted for hunting illegally.
    Καταδικάστηκε, επειδή κυνηγάει παράνομα/λαθραία.