Αγγλικά (en) επεξεργασία

παραθετικά
θετικός legal
συγκριτικός more legal
υπερθετικός most legal

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈliː.ɡəl/
ΔΦΑ : /ˈliɡəl/ (ΗΠΑ)
 

  Επίθετο επεξεργασία

legal (en)

  • νόμιμος, ένδικος, θεμιτός
    Is it legal for anyone to sell drugs?
    Είναι νόμιμο να πουλάει κανείς ναρκωτικά;
    Every legal means was used for his defense.
    Για την υπεράσπισή του χρησιμοποιήθηκε κάθε ένδικο μέσο.

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία