legal
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | legal |
συγκριτικός | more legal |
υπερθετικός | most legal |
Προφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαlegal (en)
- νόμιμος, ένδικος, θεμιτός, δικαστικός
- ↪ Is it legal for anyone to sell drugs?
- Είναι νόμιμο να πουλάει κανείς ναρκωτικά;
- ↪ Every legal means was used for his defense.
- Για την υπεράσπισή του χρησιμοποιήθηκε κάθε ένδικο μέσο.
- ↪ After lengthy legal battles, he recovered his assets.
- Ύστερα από μακροχρόνιους δικαστικούς αγώνες ανέκτησε την περιουσία του.
- ↪ Is it legal for anyone to sell drugs?