θεμιτός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | θεμιτός | η | θεμιτή | το | θεμιτό |
γενική | του | θεμιτού | της | θεμιτής | του | θεμιτού |
αιτιατική | τον | θεμιτό | τη | θεμιτή | το | θεμιτό |
κλητική | θεμιτέ | θεμιτή | θεμιτό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | θεμιτοί | οι | θεμιτές | τα | θεμιτά |
γενική | των | θεμιτών | των | θεμιτών | των | θεμιτών |
αιτιατική | τους | θεμιτούς | τις | θεμιτές | τα | θεμιτά |
κλητική | θεμιτοί | θεμιτές | θεμιτά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- θεμιτός < αρχαία ελληνική θεμιτός < θέμις < τίθημι