θεμιτά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαθεμιτά < θεμιτός
Επίρρημα
επεξεργασίαθεμιτά
- κατά τρόπο θεμιτό
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαθεμιτά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του θεμιτό
θεμιτά < θεμιτός
θεμιτά
θεμιτά