Δείτε επίσης: Θέμις
Θέμις ή θέμις
↓ πτώσεις       ενικός         ενικός     πληθυντικός     πληθυντικός  
θεμι- & θεμιστ- Στον Όμηρο, θεμιστ- Μεταγενέστρο το θεμιδ-
διαλεκτικά διαλεκτικά
ονομαστική Θέμις αἱ Θέμιδες θέμιστες
      γενική τῆς Θέμιδος Θέμιστος
Θέμιτος
Θέμιος
τῶν Θεμίδων θεμίστων
      δοτική τῇ Θέμιδ Θέμιστι ταῖς Θέμισ(ν) θέμισσι
    αιτιατική τὴν Θέμιν Θέμιστα τὰς Θέμιδᾰς θέμιστας
     κλητική ! Θέμι Θέμιδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Θέμιδε
γεν-δοτ τοῖν  Θεμίδοιν
* Οι γραφές Θέμις και θέμις εναλλάσσονται.
3η κλίση, Κατηγορία 'ἔρις' όπως «ἔρις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
θέμις, ήδη μυκηναϊκή 𐀳𐀖 (te-mi) < → και δείτε τη λέξη θέμις για το θέμα *θε- < τίθημι και το ἀθέμιστος, Θεμιστο- για άλλες παρατηρήσεις της ετυμολογίας

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

θέμις

  1. (κυριολεκτικά) αυτό που έχει τεθεί
  2. (νομικός όρος) εθιμικό δίκαιο
  3. (κατ’ επέκταση)
    1. ο νόμος
    2. συνήθεια
    3. ποινή, τιμωρία
  4. (στον πληθυντικό) θέμιστες:
    1. χρησμοί, αποφάσεις θεϊκές, θέληση θεϊκή
    2. δικαίωμα του δικαστή
    3. φόροι
    4. διατάξεις
    5. αξιώσεις, απαιτήσεις
  5. (κύριο όνομα) → δείτε τη λέξη Θέμις

Συγγενικά

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.