θεμιστοπόλος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- θεμιστοπόλος < ελληνιστική κοινή θεμιστοπόλος < αρχαία ελληνική θέμις + -πόλος
Ουσιαστικό επεξεργασία
θεμιστοπόλος αρσενικό ή θηλυκό
- (λόγιο) που υπηρετεί τη δικαιοσύνη, λειτουργός της (δικαστής, δικηγόρος)
Μεταφράσεις επεξεργασία
θεμιστοπόλος
Πηγές επεξεργασία
- θεμιστοπόλος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας