δικαιοσύνη
Ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- δικαιοσύνη < αρχαία ελληνική δικαιοσύνη < δίκαιος < δίκη, μορφολογικά αναλύεται σε δίκαι(ος) + -οσύνη
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
δικαιοσύνη θηλυκό
- η αντικειμενική κι αμερόληπτη εφαρμογή και τήρηση των νόμων
- το σύστημα νόμων με το οποίο ένα κράτος και οι ανάλογοι θεσμοί και λειτουργοί εφαρμόζουν το Δίκαιο
- η κοινή αντίληψη για το δίκαιο, αυτό που οι περισσότεροι θεωρούν δίκαιο
- το να απονέμεται στον καθένα αυτό που του αξίζει
- η απουσία ανισοτήτων και αδικίας