-οσύνη
Ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | -οσύνη | οι | -οσύνες |
γενική | της | -οσύνης | των | (-οσυνών) |
αιτιατική | τη(ν) | -οσύνη | τις | -οσύνες |
κλητική | -οσύνη | -οσύνες | ||
Οι λέξεις σε -οσύνη άλλοτε έχουν και άλλοτε δεν συνηθίζουν τη γενική πληθυντικού ή είναι δύσχρηστη. | ||||
Κατηγορία όπως «σκόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- -οσύνη < → λείπει η ετυμολογία [1]
ΕπίθημαΕπεξεργασία
-οσύνη θηλυκό
- επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνει την ιδιότητα που φανερώνει η πρωτότυπη λέξη
- ρωμιός > ρωμιοσύνη
- ατζαμής > ατζαμοσύνη
- αλλά
- δικαιοσύνη (< αρχαία ελληνική δίκαιος)
- σωφροσύνη (< αρχαία ελληνική σώφρων)
ΣύνθεταΕπεξεργασία
Αντίστροφο λεξικό του Βικιλεξικού:
Πατώντας εδώ θα δείτε όλες τις λέξεις του Βικιλεξικού που λήγουν σε «-σύνη»
Επεξεργασία
- ↑ «-οσύνη» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.