ατζαμής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ατζαμής < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀτζαμής (πληθυντικός ἀτζαμῆδες) < οθωμανική τουρκική عجمی (acemi) (τουρκική acemi) < αραβική عَجَمِيّ (ʿajamiyy) < أَعْجَم (ʾaʿjam, «αναλφάβητος», που δεν γνωρίζει αραβικά) [1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.d͡zaˈmis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐τζα‐μής
Ουσιαστικό
επεξεργασίαατζαμής αρσενικό (θηλυκό ατζαμού)
- που δε γνωρίζει καλά την τέχνη του με αποτέλεσμα να κάνει συχνά λάθη
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ acemi - μονόγλωσσο τουρκικό Ετυμολογικό Λεξικό «Türkçe Etimolojik Sözlük» (2002) του Σεβάν Νισανιάν