ατζαμίδικος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ατζαμίδικος < ατζαμής
Επίθετο
επεξεργασίαατζαμίδικος, -η, -ο
- κακοφτιαγμένος, φτιαγμένος αδέξια, χωρίς τέχνη
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη ατζαμής
Μεταφράσεις
επεξεργασία ατζαμίδικος
|