κακοφτιαγμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κακοφτιαγμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος κακοφτιάχνω ή κακοφτιάνω
Προφορά
επεξεργασίαΜετοχή
επεξεργασίακακοφτιαγμένος αρσενικό, κακοφτιαγμένη θηλυκό, κακοφτιαγμένο ουδέτερο
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κακοφτιαγμένος