↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καλοκαμωμένος η καλοκαμωμένη το καλοκαμωμένο
      γενική του καλοκαμωμένου της καλοκαμωμένης του καλοκαμωμένου
    αιτιατική τον καλοκαμωμένο την καλοκαμωμένη το καλοκαμωμένο
     κλητική καλοκαμωμένε καλοκαμωμένη καλοκαμωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καλοκαμωμένοι οι καλοκαμωμένες τα καλοκαμωμένα
      γενική των καλοκαμωμένων των καλοκαμωμένων των καλοκαμωμένων
    αιτιατική τους καλοκαμωμένους τις καλοκαμωμένες τα καλοκαμωμένα
     κλητική καλοκαμωμένοι καλοκαμωμένες καλοκαμωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
καλοκαμωμένος < καλο- + καμωμένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος κάνω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ka.lo.ka.moˈme.nos/

καλοκαμωμένος αρσενικό (καλοκαμωμένη θηλυκό, κακολαμωμένο ουδέτερο)

  1. που είναι ωραία, όμορφα ή καλά φτιαγμένος
  2. (για έμψυχα) όμορφος

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία