καλοκαμωμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Μετοχή επεξεργασία
καλοκαμωμένος αρσενικό (καλοκαμωμένη θηλυκό, κακολαμωμένο ουδέτερο)
- που είναι ωραία, όμορφα ή καλά φτιαγμένος
- (για έμψυχα) όμορφος
Συνώνυμα επεξεργασία
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
καλοκαμωμένος
|