καμωμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- καμωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος κάνω και κάμνω
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ka.moˈme.nos/
Μετοχή
επεξεργασία
καμωμένος αρσενικό, καμωμένη θηλυκό, καμωμένο ουδέτερο
- που έχει φτιαχθεί
Συνώνυμα
επεξεργασία- φτιαγμένος
- καμωτός (δημοτική)
- γεναμένος (ποίηση, σπάνιο)
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- καμωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος κάμνω
Μετοχή
επεξεργασία
καμωμένος αρσενικό, καμωμένη θηλυκό, καμωμένον ουδέτερο
- φτιαγμένος
- που έχει γίνει, έχει συμβεί