Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈɹɔːt/ (βρετανική)

  Επίθετο

επεξεργασία

wrought (en)

  Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

wrought (en)

  1. (σπάνιo) εναλλακτική μορφή του worked, αόριστος & παθητική μετοχή αορίστου του work
  2. αόριστος & παθητική μετοχή αορίστου του wreak