Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κατεργασμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Δείτε επίσης
:
κατεργάσιμος
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Αντώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
κατεργασμέν
ος
η
κατεργασμέν
η
το
κατεργασμέν
ο
γενική
του
κατεργασμέν
ου
της
κατεργασμέν
ης
του
κατεργασμέν
ου
αιτιατική
τον
κατεργασμέν
ο
την
κατεργασμέν
η
το
κατεργασμέν
ο
κλητική
κατεργασμέν
ε
κατεργασμέν
η
κατεργασμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
κατεργασμέν
οι
οι
κατεργασμέν
ες
τα
κατεργασμέν
α
γενική
των
κατεργασμέν
ων
των
κατεργασμέν
ων
των
κατεργασμέν
ων
αιτιατική
τους
κατεργασμέν
ους
τις
κατεργασμέν
ες
τα
κατεργασμέν
α
κλητική
κατεργασμέν
οι
κατεργασμέν
ες
κατεργασμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
κατεργασμένος
:
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
κατεργάζομαι
Μετοχή
επεξεργασία
κατεργασμένος
που έχει υποστεί
κατεργασία
Αντώνυμα
επεξεργασία
ακατέργαστος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κατεργασμένος
αγγλικά
:
processed
(en)