• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

worked

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Αγγλικά (en)
    • 1.1 Προφορά
    • 1.2 Ρηματικός τύπος
      • 1.2.1 Άλλες μορφές

Αγγλικά (en)

επεξεργασία

Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /wɜːkt/ (βρετανικό)

Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

worked (en)

  • αόριστος & παθητική μετοχή αορίστου του work
    δουλεμένος, καμωμένος, κατεργασμένος, επεξεργασμένος

Άλλες μορφές

επεξεργασία
  • wrought (σπάνιο)


Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=worked&oldid=5582397"
Τελευταία επεξεργασία στις 15 Αυγούστου 2022, στις 04:52

Γλώσσες

    • Asturianu
    • Brezhoneg
    • Català
    • Deutsch
    • English
    • Español
    • Suomi
    • Français
    • 日本語
    • Kurdî
    • Limburgs
    • Malagasy
    • မြန်မာဘာသာ
    • Nederlands
    • Occitan
    • Simple English
    • Svenska
    • தமிழ்
    • ไทย
    • Tiếng Việt
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 15 Αυγούστου 2022, στις 04:52. Page was rendered with Parsoid.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας