Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Donate Now
If Wikipedia is useful to you, please give today.
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
επεξεργασμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
επεξεργασμέν
ος
η
επεξεργασμέν
η
το
επεξεργασμέν
ο
γενική
του
επεξεργασμέν
ου
της
επεξεργασμέν
ης
του
επεξεργασμέν
ου
αιτιατική
τον
επεξεργασμέν
ο
την
επεξεργασμέν
η
το
επεξεργασμέν
ο
κλητική
επεξεργασμέν
ε
επεξεργασμέν
η
επεξεργασμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
επεξεργασμέν
οι
οι
επεξεργασμέν
ες
τα
επεξεργασμέν
α
γενική
των
επεξεργασμέν
ων
των
επεξεργασμέν
ων
των
επεξεργασμέν
ων
αιτιατική
τους
επεξεργασμέν
ους
τις
επεξεργασμέν
ες
τα
επεξεργασμέν
α
κλητική
επεξεργασμέν
οι
επεξεργασμέν
ες
επεξεργασμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
επεξεργασμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
επεξεργάζομαι
Μετοχή
επεξεργασία
επεξεργασμένος
, -η, -ο
→
δείτε
τη
λέξη
επεξεργάζομαι
Μεταφράσεις
επεξεργασία
επεξεργασμένος