επεξεργάζομαι
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- επεξεργάζομαι < αρχαία ελληνική ἐπεξεργάζομαι < ἐπί + ἐξ + ἐργάζομαι
ΡήμαΕπεξεργασία
επεξεργάζομαι (αποθετικό ρήμα)
- προσπαθώ να δημιουργήσω κάτι ή το διορθώνω δημιουργικά τροποποιώντας το και προσπαθώντας να το βελτιώσω
- κατεργάζομαι
Επεξεργασία
- ανεπεξέργαστος
- επεξεργασία
- επεξεργάσιμος
- επεξεργαστής
- → δείτε τις λέξεις επί, εξ, εργάζομαι και έργο
ΚλίσηΕπεξεργασία
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | επεξεργάζομαι | επεξεργαζόμουν(α) | θα επεξεργάζομαι | να επεξεργάζομαι | ||
β' ενικ. | επεξεργάζεσαι | επεξεργαζόσουν(α) | θα επεξεργάζεσαι | να επεξεργάζεσαι | (επεξεργάζου) | |
γ' ενικ. | επεξεργάζεται | επεξεργαζόταν(ε) | θα επεξεργάζεται | να επεξεργάζεται | ||
α' πληθ. | επεξεργαζόμαστε | επεξεργαζόμαστε επεξεργαζόμασταν |
θα επεξεργαζόμαστε | να επεξεργαζόμαστε | ||
β' πληθ. | επεξεργάζεστε | επεξεργαζόσαστε επεξεργαζόσασταν |
θα επεξεργάζεστε | να επεξεργάζεστε | (επεξεργάζεστε) | |
γ' πληθ. | επεξεργάζονται | επεξεργάζονταν επεξεργαζόντουσαν |
θα επεξεργάζονται | να επεξεργάζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | επεξεργάστηκα | θα επεξεργαστώ | να επεξεργαστώ | επεξεργαστεί | ||
β' ενικ. | επεξεργάστηκες | θα επεξεργαστείς | να επεξεργαστείς | επεξεργάσου | ||
γ' ενικ. | επεξεργάστηκε | θα επεξεργαστεί | να επεξεργαστεί | |||
α' πληθ. | επεξεργαστήκαμε | θα επεξεργαστούμε | να επεξεργαστούμε | |||
β' πληθ. | επεξεργαστήκατε | θα επεξεργαστείτε | να επεξεργαστείτε | επεξεργαστείτε | ||
γ' πληθ. | επεξεργάστηκαν επεξεργαστήκαν(ε) |
θα επεξεργαστούν(ε) | να επεξεργαστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω επεξεργαστεί | είχα επεξεργαστεί | θα έχω επεξεργαστεί | να έχω επεξεργαστεί | επεξεργασμένος | |
β' ενικ. | έχεις επεξεργαστεί | είχες επεξεργαστεί | θα έχεις επεξεργαστεί | να έχεις επεξεργαστεί | ||
γ' ενικ. | έχει επεξεργαστεί | είχε επεξεργαστεί | θα έχει επεξεργαστεί | να έχει επεξεργαστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε επεξεργαστεί | είχαμε επεξεργαστεί | θα έχουμε επεξεργαστεί | να έχουμε επεξεργαστεί | ||
β' πληθ. | έχετε επεξεργαστεί | είχατε επεξεργαστεί | θα έχετε επεξεργαστεί | να έχετε επεξεργαστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν επεξεργαστεί | είχαν επεξεργαστεί | θα έχουν επεξεργαστεί | να έχουν επεξεργαστεί |