Δείτε επίσης: ἐπεξεργάζομαι

Ετυμολογία

επεξεργασία
ΔΦΑ : /e.pe.kseɾˈɣa.zo.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: επεξεργάζομαι

επεξεργάζομαι, αόρ.: επεξεργάστηκα/επεξεργάσθηκα, μτχ.π.π.: επεξεργασμένος (αποθετικό ρήμα)

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία