ξαναδουλεύω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαξαναδουλεύω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξαναδουλεύω | ξαναδούλευα | θα ξαναδουλεύω | να ξαναδουλεύω | ξαναδουλεύοντας | |
β' ενικ. | ξαναδουλεύεις | ξαναδούλευες | θα ξαναδουλεύεις | να ξαναδουλεύεις | ξαναδούλευε | |
γ' ενικ. | ξαναδουλεύει | ξαναδούλευε | θα ξαναδουλεύει | να ξαναδουλεύει | ||
α' πληθ. | ξαναδουλεύουμε | ξαναδουλεύαμε | θα ξαναδουλεύουμε | να ξαναδουλεύουμε | ||
β' πληθ. | ξαναδουλεύετε | ξαναδουλεύατε | θα ξαναδουλεύετε | να ξαναδουλεύετε | ξαναδουλεύετε | |
γ' πληθ. | ξαναδουλεύουν(ε) | ξαναδούλευαν ξαναδουλεύαν(ε) |
θα ξαναδουλεύουν(ε) | να ξαναδουλεύουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξαναδούλεψα | θα ξαναδουλέψω | να ξαναδουλέψω | ξαναδουλέψει | ||
β' ενικ. | ξαναδούλεψες | θα ξαναδουλέψεις | να ξαναδουλέψεις | ξαναδούλεψε | ||
γ' ενικ. | ξαναδούλεψε | θα ξαναδουλέψει | να ξαναδουλέψει | |||
α' πληθ. | ξαναδουλέψαμε | θα ξαναδουλέψουμε | να ξαναδουλέψουμε | |||
β' πληθ. | ξαναδουλέψατε | θα ξαναδουλέψετε | να ξαναδουλέψετε | ξαναδουλέψτε | ||
γ' πληθ. | ξαναδούλεψαν ξαναδουλέψαν(ε) |
θα ξαναδουλέψουν(ε) | να ξαναδουλέψουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ξαναδουλέψει | είχα ξαναδουλέψει | θα έχω ξαναδουλέψει | να έχω ξαναδουλέψει | ||
β' ενικ. | έχεις ξαναδουλέψει | είχες ξαναδουλέψει | θα έχεις ξαναδουλέψει | να έχεις ξαναδουλέψει | ||
γ' ενικ. | έχει ξαναδουλέψει | είχε ξαναδουλέψει | θα έχει ξαναδουλέψει | να έχει ξαναδουλέψει | ||
α' πληθ. | έχουμε ξαναδουλέψει | είχαμε ξαναδουλέψει | θα έχουμε ξαναδουλέψει | να έχουμε ξαναδουλέψει | ||
β' πληθ. | έχετε ξαναδουλέψει | είχατε ξαναδουλέψει | θα έχετε ξαναδουλέψει | να έχετε ξαναδουλέψει | ||
γ' πληθ. | έχουν ξαναδουλέψει | είχαν ξαναδουλέψει | θα έχουν ξαναδουλέψει | να έχουν ξαναδουλέψει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία ξαναδουλεύω
|