ξανα-
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ξανα- < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ξανα- < αρχαία ελληνική ἐξανα- με αποβολή του αρχικού άτονου φωνήεντος [1]
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ksa.na/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ξα‐να-
Πρόθημα
επεξεργασία
ξανα-, ξανά- & ξαν- πριν από α
Σύνθετα
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ ξανα- - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ξανα-: μορφή του ἐξανα- με αποβολή του αρχικού άτονου φωνήεντος (συχνά συνυπάρχουν οι τύποι) < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἐξανα-
Πρόθημα
επεξεργασία
ξανα-, ξανά- & ξαν- πριν από α
- άλλη μορφή του ἐξανα-: το επίρρημαξανά ως πρώτο συνθετικό: εκφράζει επανάληψη αυτού που δηλώνεται στο δεύτερο συνθετικό
- ξαναβλέπω - ἐξαναβλέπω
- ξανάβλεψις
- ξαναγράφω, αόριστος με αύξηση ἐξανάγραψε
- ξαναέρχομαι ξανάρχομαι
- ξαναγκαλιάζω
Σύνθετα
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- ξανα, εξανα - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].