Ετυμολογία

επεξεργασία
ξαναγράφω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ξαναγράφω [1] [2] < (ξανά) ξανα- + γράφω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ksa.naˈɣɾa.fo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ξα‐να‐γρά‐φω

ξαναγράφω, αόρ.: ξανάγραψα/ξαναέγραψα, παθ.φωνή: ξαναγράφομαι, π.αόρ.: ξαναγράφτηκα, μτχ.π.π.: ξαναγραμμένος

  • γράφω ξανά για δεύτερη ή πολλοστή φορά
    Κάτσε και ξαναγράψε την εργασία σου. Έχει πολλά λάθη!
    ⮡  Κάθησε και ξανάγραψε την εργασία του επειδή είχε πολλά λάθη.

Ενεργητική φωνή → λείπει η κλίση

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. ξαναγράφω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. ξαναγράφωΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)



  Ετυμολογία

επεξεργασία
ξαναγράφω < (ξανά) ξανα- + γράφω

ξαναγράφω

  1. ξαναγράφω, γράφω για δεύτερη φορά
    ※  17ος αιώνας Γεώργιος Παλαμήδης, Iστορία περιέχουσα πάσας τας πράξεις και ανδραγαθίας … του εκλαμπροτάτου Mιχαήλ βοηβόδα, στίχ. 1095 Legrand, BGV, τόμος 2 σελ.@books-google
    ὅτε νὰ ξαναγράψῃ δὲ ὁ βασιλέας πάλι, / νὰ πᾷ νὰ τὸν ἀνταμωθῆ 'ς τὴν Πρᾶγαν τὴν μεγάλην
    folio 34v Χειρόγραφο Harley MS 5573 @british library - digitised manuscripts
    ΣτΕ: 9ος και 10ος στίχος. Το νι μοιάζει με ⟨μ⟩, το βήτα μοιάζει με καλλιγραφικό κάππα. Έμφαση με το ρήμα «ξαναγράφω» και το «πάλι».
  2. στέλνω επιστολή ξανά
    ※  15ος αιώνας Λεόντιος Μαχαιράς, Εξήγησις της γλυκείας χώρας Κύπρου, η ποία λέγεται Κρόνικα, τουτέστιν Χρονικόν, Σάθας, Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη, Τόμος 2 σελ.@books-google
    Καὶ ὁ ρήγας ἐξαναγράψεν του χαρτίν
    Και ο ρήγας τού ξανάγραψε γράμμα

Ρηματικοί τύποι

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία