↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξαναγραμμένος η ξαναγραμμένη το ξαναγραμμένο
      γενική του ξαναγραμμένου της ξαναγραμμένης του ξαναγραμμένου
    αιτιατική τον ξαναγραμμένο την ξαναγραμμένη το ξαναγραμμένο
     κλητική ξαναγραμμένε ξαναγραμμένη ξαναγραμμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξαναγραμμένοι οι ξαναγραμμένες τα ξαναγραμμένα
      γενική των ξαναγραμμένων των ξαναγραμμένων των ξαναγραμμένων
    αιτιατική τους ξαναγραμμένους τις ξαναγραμμένες τα ξαναγραμμένα
     κλητική ξαναγραμμένοι ξαναγραμμένες ξαναγραμμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ξαναγραμμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ξαναγράφω

ξαναγραμμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία