ξανάρχομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ξανάρχομαι < ξανά-+ έρχομαι με αποβολή του [ε] για αποφυγή της χασμωδίας (αλλά → δείτε και τη λέξη ξαναέρχομαι)
Ρήμα
επεξεργασίαξανάρχομαι, πρτ.: ξαναρχόμουν, αόρ.: ξανάρθα (αποθετικό ρήμα)
- γυρίζω πίσω, έρχομαι πάλι, πιο καθημερινό ρήμα στη θέση του επανέρχομαι, για λιγότερο λόγια χρήση
- ⮡ Ξανάρχομαι σε δυο λεπτά, μη φύγεις!
- ⮡ Τελείωνε, εγώ δεν ξανάρχομαι για την ίδια δουλειά.
- ⮡ Στο καλό, και να μας ξανάρθετε!
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία- → λείπει η κλίση
- ξανάρχομαι, ξαναρχόμουν, θα ξανάρθω, ξανάρθα, έχω ξανάρθει (Συγκρίνετε με την κλίση του ξαναέρχομαι)