Δείτε επίσης: Κατηγορία:Γλώσσα πάλι

Ετυμολογία 1

επεξεργασία

Επίρρημα

επεξεργασία

πάλι

  1. (χρονικό επίρρημα) για μια φορά ακόμα
    παράδειγμα  έλα πάλι όποτε θέλεις
     συνώνυμα: εκ νέου, ξανά
  2. (αντιθετική σημασία) αντίθετα, από την άλλη πλευρά, εξάλλου
    παράδειγμα  Όλοι έτρωγαν πίτσα. Εγώ πάλι, που έκανα δίαιτα, έτρωγα μαρουλοσαλάτα.

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • και πάλι: ξανά
    παράδειγμα  στους δρόμους και πάλι οι φοιτητές
  • πάλι καλά: δηλώνει ότι μια κατάσταση θα μπορούσε να είναι χειρότερη
    μου έκλεψαν τη βαλίτσα, πάλι καλά που δεν είχα τα χαρτιά μου μέσα
     συνώνυμα: ευτυχώς

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Ετυμολογία 2

επεξεργασία
Wikipedia logo
Wikipedia logo
Η Βικιπαίδεια έχει άρθρο για το θέμα:
πάλι < σανσκριτικά पालिभाषा ‎(pālibhāṣā, “γλώσσα-διάλεκτος των ιερών κειμένων”) < पालि ‎(pāli, “γραμμή, κείμενο (ιερού κανόνα/ιερού κώδικα/ιερού βιβλίου)”).

Ουσιαστικό

επεξεργασία

πάλι ουδέτερο μόνο στον πληθυντικό ή θηλυκό μόνο στον ενικό

Σημειώσεις

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία



Επίρρημα

επεξεργασία

πάλι