again
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαagain (en) (χωρίς παραθετικά)
- ξανά, (και) πάλι, άλλη μια φορά
- ⮡ We cannot trust them again.
- Δεν μπορούμε να τους εμπιστευτούμε ξανά.
- ⮡ Open it again.
- Άνοιξε το πάλι.
- ⮡ I don’t want to lose you again.
- Δε θέλω πάλι να σε χάσω.
- ⮡ He was again elected president.
- Βγήκε και πάλι πρόεδρος.
- ⮡ In five days, we will be together again.
- Σε πέντε μέρες θα είμαστε και πάλι μαζί.
- ⮡ Come back again!
- Να ξαναρθείτε και πάλι!
- ⮡ Are asking for a loan again?
- Πάλι δανεικά ζητάς;
- ⮡ Not bad weather again!
- Όχι και πάλι κακοκαιρία!
- ⮡ We cannot trust them again.
- πάλι, δείχνει την επιστροφή κάποιου ή κάτι στο ίδιο μέρος ή κατάσταση στην οποία βρίσκονταν αρχικά
- ⮡ As soon as I finish, I will give it (back) to you again.
- Μόλις τελειώσω θα σου το δώσω πάλι.
- ⮡ As soon as I finish, I will give it (back) to you again.
- τόσα κι άλλα τόσα, προστίθεται σε ένα ποσό που υπάρχει ήδη
- ⮡ He asked for as much again.
- Ζήτησε τόσα κι άλλα τόσα.
- ⮡ He asked for as much again.
Πηγές
επεξεργασία- again - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 646. ISBN 9780194325684., λήμμα: πάλι