Γερμανικά (de) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

 

  Επίρρημα επεξεργασία

wieder (de)

  1. πάλι
  2. ξανά
    ich komme morgen wieder - ξανάρχομαι αύριο / γυρίζω αύριο