↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σανσκριτικός η σανσκριτική το σανσκριτικό
      γενική του σανσκριτικού της σανσκριτικής του σανσκριτικού
    αιτιατική τον σανσκριτικό τη σανσκριτική το σανσκριτικό
     κλητική σανσκριτικέ σανσκριτική σανσκριτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σανσκριτικοί οι σανσκριτικές τα σανσκριτικά
      γενική των σανσκριτικών των σανσκριτικών των σανσκριτικών
    αιτιατική τους σανσκριτικούς τις σανσκριτικές τα σανσκριτικά
     κλητική σανσκριτικοί σανσκριτικές σανσκριτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σανσκριτικός < αγγλική Sanskrit < σανσκριτική संस्कृत (saṃ-skṛtá, “τέλειος, ολοκληρωμένος”)

  Επίθετο

επεξεργασία

σανσκριτικός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία