Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σανσκριτικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
σανσκριτικ
ός
η
σανσκριτικ
ή
το
σανσκριτικ
ό
γενική
του
σανσκριτικ
ού
της
σανσκριτικ
ής
του
σανσκριτικ
ού
αιτιατική
τον
σανσκριτικ
ό
τη
σανσκριτικ
ή
το
σανσκριτικ
ό
κλητική
σανσκριτικ
έ
σανσκριτικ
ή
σανσκριτικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
σανσκριτικ
οί
οι
σανσκριτικ
ές
τα
σανσκριτικ
ά
γενική
των
σανσκριτικ
ών
των
σανσκριτικ
ών
των
σανσκριτικ
ών
αιτιατική
τους
σανσκριτικ
ούς
τις
σανσκριτικ
ές
τα
σανσκριτικ
ά
κλητική
σανσκριτικ
οί
σανσκριτικ
ές
σανσκριτικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
σανσκριτικός
<
αγγλική
Sanskrit
<
σανσκριτική
संस्कृत
(saṃ-skṛtá, “τέλειος, ολοκληρωμένος”)
Επίθετο
επεξεργασία
σανσκριτικός, -ή, -ό
σχετικός με την αρχαία γλώσσα των Ινδιών, τα
σανσκριτικά
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σανσκριτικός
γαλλικά
:
sanskrit
(fr)
(
και
sanscrit
(fr)
)