Ουσιαστικό

επεξεργασία

sanscrit (fr) αρσενικό

  1. σανσκριτική

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
sanscrit sanscrits

sanscrit (fr) αρσενικό

  1. σανσκριτικός