Ετυμολογία

επεξεργασία
σανσκριτική < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σανσκριτική θηλυκό

  • ...

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

σανσκριτική

Ομώνυμα / Ομόηχα

επεξεργασία