encore
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
encore | encores |
encore (en)
- το μπιζάρισμα, μπιζάρω
a prolonged encore - παρατεταμένο μπιζάρισμα
He received ten encores.
- Τον μπιζάρισαν δέκα φορές.
Δείτε επίσης
επεξεργασία-
encore στην αγγλική Βικιπαίδεια
Ρήμα
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- encore - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 572. ISBN 9780194325684., λήμμα: μπιζάρω