Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
encore encores

encore (en)

  • το μπιζάρισμα, μπιζάρω
    παράδειγμα  a prolonged encore - παρατεταμένο μπιζάρισμα
    παράδειγμα  He received ten encores.
    Τον μπιζάρισαν δέκα φορές.

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • encore στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια
ενεστώτας encore
γ΄ ενικό ενεστώτα encores
αόριστος encored
παθητική μετοχή encored
ενεργητική μετοχή encoring

encore (en)