πάλη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πάλη | οι | πάλες |
γενική | της | πάλης | — | |
αιτιατική | την | πάλη | τις | πάλες |
κλητική | πάλη | πάλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «ζέστη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- πάλη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πάλη
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πάλη θηλυκό
- (αθλητισμός) το αγώνισμα κατά το οποίο δύο αθλούμενοι αγωνίζονται σώμα με σώμα σε μια προσπάθεια να καταβάλει ο ένας τον άλλο
- (μεταφορικά) ο αγώνας, η διαμάχη
- ↪ η πάλη των τάξεων