εκ νέου
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- εκ νέου < εκ & νέος στη γενική, (καθαρεύουσα) ἐκ νέου < μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική de nouveau[1]
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
εκ νέου
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
εκ νέου
Επεξεργασία
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Β΄ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.