εκ νέου
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- εκ νέου < εκ & νέος στη γενική, (καθαρεύουσα) ἐκ νέου < μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική de nouveau[1]
Εκφράσεις
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)