Ετυμολογία

επεξεργασία
επανέρχομαι < αρχαία ελληνική ἐπανέρχομαι < ἐπαν- + ἔρχομαι

επανέρχομαι (αποθετικό ρήμα)

  1. επιστρέφω σε έναν τόπο από τον οποίο είχα φύγει
  2. επιστρέφω στην ανάπτυξη, συζήτηση ή εξέταση ενός θέματος που το είχα αφήσει
  3. ξαναγυρίζω σε προηγούμενη κατάσταση, καθεστώς κτλ.
  4. ισχύω ή εφαρμόζομαι ξανά

Εκφράσεις

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία