ξαναέρχομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ξαναέρχομαι < ξανά + έρχομαι (βλ. και ξανάρχομαι)
Ρήμα
επεξεργασίαξαναέρχομαι
- άλλη μορφή του ξανάρχομαι
Αρχικοί Χρόνοι | Μέση-Παθητική Φωνή | |
---|---|---|
Ενεστώτας | ξαναέρχομαι | |
Παρατατικός | ξαναερχόμουν | |
Μέλλοντας | θα ξαναέρχομαι, θα ξανάερθω (θα ξαναέλθω) | |
Αόριστος | ξαναήρθα (ξαναήλθα) | |
Παρακείμενος | έχω ξαναέρθει (ξαναέλθει) | |
Παρατηρήσεις | δεν έχει δόκιμη μετοχή παθ. παρακ. και δανείζεται το επανερχόμενος |
Κλίση
επεξεργασία- ξαναέρχομαι, ξαναερχόμουν, θα ξαναέρθω (σπάνιο: θα ξαναέλθω), ξαναήρθα (σπάνιο: ξαναήλθα), έχω ξαναέρθει[1]
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ξαναέρχομαι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας