Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξαναέρχομαι < ξανά + έρχομαι (βλ. και ξανάρχομαι)

  Ρήμα επεξεργασία

ξαναέρχομαι


Αρχικοί Χρόνοι Μέση-Παθητική Φωνή
Ενεστώτας ξαναέρχομαι
Παρατατικός ξαναερχόμουν
Μέλλοντας θα ξαναέρχομαι, θα ξανάερθω (θα ξαναέλθω)
Αόριστος ξαναήρθα (ξαναήλθα)
Παρακείμενος έχω ξαναέρθει (ξαναέλθει)
Παρατηρήσεις δεν έχει δόκιμη μετοχή παθ. παρακ. και δανείζεται το επανερχόμενος

Κλίση επεξεργασία

  • ξαναέρχομαι, ξαναερχόμουν, θα ξαναέρθω (σπάνιο: θα ξαναέλθω), ξαναήρθα (σπάνιο: ξαναήλθα), έχω ξαναέρθει[1]

  Αναφορές επεξεργασία