Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξαναβλέπω < ξανά + βλέπω

  Ρήμα επεξεργασία

ξαναβλέπω

  1. κοιτάζω κάτι για δεύτερη φορά, εκ νέου
  2. συναντώ κάποιον ξανά
    τον ξαναείδα τις προάλλες, να έβλεπες πώς έχει αλλάξει!

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία