ξαναβλέπω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαξαναβλέπω
- κοιτάζω κάτι για δεύτερη φορά, εκ νέου
- συναντώ κάποιον ξανά
- τον ξαναείδα τις προάλλες, να έβλεπες πώς έχει αλλάξει!
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξαναβλέπω | ξαναέβλεπα | θα ξαναβλέπω | να ξαναβλέπω | ξαναβλέποντας | |
β' ενικ. | ξαναβλέπεις | ξαναέβλεπες | θα ξαναβλέπεις | να ξαναβλέπεις | ξαναβλέπε | |
γ' ενικ. | ξαναβλέπει | ξαναέβλεπε | θα ξαναβλέπει | να ξαναβλέπει | ||
α' πληθ. | ξαναβλέπουμε | ξαναβλέπαμε | θα ξαναβλέπουμε | να ξαναβλέπουμε | ||
β' πληθ. | ξαναβλέπετε | ξαναβλέπατε | θα ξαναβλέπετε | να ξαναβλέπετε | ξαναβλέπετε | |
γ' πληθ. | ξαναβλέπουν(ε) | ξαναέβλεπαν ξαναβλέπαν(ε) |
θα ξαναβλέπουν(ε) | να ξαναβλέπουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξαναείδα | θα ξαναδώ | να ξαναδώ | ξαναδεί | ||
β' ενικ. | ξαναείδες | θα ξαναδείς | να ξαναδείς | ξαναδές | ||
γ' ενικ. | ξαναείδε | θα ξαναδεί | να ξαναδεί | |||
α' πληθ. | ξαναείδαμε | θα ξαναδούμε | να ξαναδούμε | |||
β' πληθ. | ξαναείδατε | θα ξαναδείτε | να ξαναδείτε | ξαναδείτε | ||
γ' πληθ. | ξαναείδαν(ε) | θα ξαναδούν(ε) | να ξαναδούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ξαναδεί | είχα ξαναδεί | θα έχω ξαναδεί | να έχω ξαναδεί | ||
β' ενικ. | έχεις ξαναδεί | είχες ξαναδεί | θα έχεις ξαναδεί | να έχεις ξαναδεί | ||
γ' ενικ. | έχει ξαναδεί | είχε ξαναδεί | θα έχει ξαναδεί | να έχει ξαναδεί | ||
α' πληθ. | έχουμε ξαναδεί | είχαμε ξαναδεί | θα έχουμε ξαναδεί | να έχουμε ξαναδεί | ||
β' πληθ. | έχετε ξαναδεί | είχατε ξαναδεί | θα έχετε ξαναδεί | να έχετε ξαναδεί | ||
γ' πληθ. | έχουν ξαναδεί | είχαν ξαναδεί | θα έχουν ξαναδεί | να έχουν ξαναδεί |
|