επανα-
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- επανα- < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπανα- < ἐπί + ἀνά.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε επ- + ανα-
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /e.pa.na/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πα‐να-
Πρόθημα
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ επανα- - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας