Δείτε επίσης: ἐπανα-

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

επανα- < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπανα- < ἐπί + ἀνά.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε επ- + ανα-

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.pa.na/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐πα‐να-

  Πρόθημα επεξεργασία

επανα- ή επαν- πριν από φωνήεν

Δείτε επίσης επεξεργασία

επίσης

  Αναφορές επεξεργασία