Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

επανεξετάζω < επανα- + εξετάζω

  Ρήμα επεξεργασία

επανεξετάζω

  • εξετάζω κάτι ξανά, ιδιαίτερα μετά από μια περίοδο αδράνειας σχετικά με το συγκεκριμένο θέμα ή προκειμένου να αναθεωρηθεί μια αρχική γνώμη ή απόφαση

η επιτροπή απέρριψε την αίτηση του ενδιαφερόμενου, εκείνος όμως επέμεινε ζητώντας να επανεξετάσουν το αίτημά του

  Μεταφράσεις επεξεργασία