ενεστώτας re-examine
γ΄ ενικό ενεστώτα re-examines
αόριστος re-examined
παθητική μετοχή re-examined
ενεργητική μετοχή re-examining

  Ετυμολογία

επεξεργασία
re-examine < re- + examine

re-examine (en)

  • επανεξετάζω, εξετάζω ξανά κάτι, ειδικά γιατί μπορεί να χρειαστεί να αλλάξω γνώμη
    ⮡  The students rejected in June can be re-examined in September.
    Οι μαθητές που απορρίπτονται τον Ιούνιο μπορούν να επανεξεταστούν το Σεπτέμβριο.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη reconsider