reconsider
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | reconsider |
γ΄ ενικό ενεστώτα | reconsiders |
αόριστος | reconsidered |
παθητική μετοχή | reconsidered |
ενεργητική μετοχή | reconsidering |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαreconsider (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) αναθεωρώ, επανεξετάζω, σκέφτομαι ξανά κάτι, ειδικά επειδή μπορεί να θέλω να αλλάξω μια προηγούμενη απόφαση ή άποψη
- ↪ The government will reconsider the terms of the contract for the construction of the underground railway.
- Η κυβέρνηση θα αναθεωρήσει τους όρους της σύμβασης για την κατασκευή του υπόγειου σιδηροδρόμου.
- ↪ The residents of the area are asking for their case to be reconsidered.
- Οι κάτοικοι της περιοχής ζητούν να επανεξεταστεί η περίπτωσή τους.
- ≈ συνώνυμα: reappraise, reassess, review και re-examine
- ↪ The government will reconsider the terms of the contract for the construction of the underground railway.