ενεστώτας reappraise
γ΄ ενικό ενεστώτα reappraises
αόριστος reappraised
παθητική μετοχή reappraised
ενεργητική μετοχή reappraising

  Ετυμολογία

επεξεργασία
reappraise < re- + appraise

reappraise (en) (επίσημο)

  • (μεταβατικό) επανεξετάζω, σκέφτομαι ξανά την αξία ή τη φύση κάποιου ή κάτι για να δω αν πρέπει να αλλάξει η γνώμη μου για αυτό
    ⮡  The residents of the area are asking for their case to be reappraised.
    Οι κάτοικοι της περιοχής ζητούν να επανεξεταστεί η περίπτωσή τους.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη reconsider