appraise
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | appraise |
γ΄ ενικό ενεστώτα | appraises |
αόριστος | appraised |
παθητική μετοχή | appraised |
ενεργητική μετοχή | appraising |
Ρήμα
επεξεργασίαappraise (en)
- (μεταβατικό) εκτιμώ, εξετάζω επίσημα ένα κτίριο, ένα αντικείμενο κτλ. και λέω πόσο αξίζει
Σύνθετα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- appraise - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 274-275. ISBN 9780194325684., λήμμα: εκτιμώ