ενεστώτας appraise
γ΄ ενικό ενεστώτα appraises
αόριστος appraised
παθητική μετοχή appraised
ενεργητική μετοχή appraising

appraise (en)

  1. (μεταβατικό) εκτιμώ, εξετάζω επίσημα ένα κτίριο, ένα αντικείμενο κτλ. και λέω πόσο αξίζει
    ⮡  I am appraising the jewelry’s value.
    Εκτιμώ την αξία κοσμημάτων.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη evaluate