εκτιμώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εκτιμώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐκτιμῶ, συνηρημένος τύπος του ἐκτιμάω < ἐκ- + τιμάω / τιμῶ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kʷi-mā- < *kʷei- (τιμή, αξία)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.ktiˈmo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐κτι‐μώ
- παλιότερος συλλαβισμός : εκ‐τι‐μώ
Ρήμα
επεξεργασίαεκτιμώ, πρτ.: εκτιμούσα, αόρ.: εκτίμησα/εξετίμησα, παθ.φωνή: εκτιμώμαι, π.αόρ.: εκτιμήθηκα, μτχ.π.π.: εκτιμημένος
- κάνω μια εκτίμηση, έναν υπολογισμό για την αξία (ή την έκταση, το μέγεθος κ.λπ.) κάποιων πραγμάτων
- έχω θετική γνώμη για κάποιον ή κάτι
- ⮡ Αγαπητέ μου, εξετίμησα την προσπάθειά σας, αλλά πρέπει να ομολογήσουμε ότι δεν είχε τα αναμενόμενα αποτελέσματα.
- ≈ συνώνυμα: υπολήπτομαι
εκτιμάω/εκτιμώ, πρτ.: εκτιμούσα/εκτίμαγα, αόρ.: εκτίμησα, παθ.φωνή: εκτιμιέμαι, π.αόρ.: εκτιμήθηκα, μτχ.π.π.: εκτιμημένος
- → δείτε τη λέξη εκτιμάω για τη σημασία έχω θετική γνώμη για κάποιον ή κάτι
- ≈ συνώνυμα: στιμάρω (λαϊκότροπο)
Συγγενικά
επεξεργασία- εκτίμηση
- εκτιμητής
- εκτιμητικός
- εκτιμήτρια
- → δείτε τις λέξεις εκ και τιμώ
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εκτιμάω - εκτιμώ | εκτιμούσα - εκτίμαγα | θα εκτιμάω - εκτιμώ | να εκτιμάω - εκτιμώ | εκτιμώντας | |
β' ενικ. | εκτιμάς | εκτιμούσες - εκτίμαγες | θα εκτιμάς | να εκτιμάς | εκτίμα - εκτίμαγε | |
γ' ενικ. | εκτιμάει - εκτιμά | εκτιμούσε - εκτίμαγε | θα εκτιμάει - εκτιμά | να εκτιμάει - εκτιμά | ||
α' πληθ. | εκτιμάμε - εκτιμούμε | εκτιμούσαμε - εκτιμάγαμε | θα εκτιμάμε - εκτιμούμε | να εκτιμάμε - εκτιμούμε | ||
β' πληθ. | εκτιμάτε | εκτιμούσατε - εκτιμάγατε | θα εκτιμάτε | να εκτιμάτε | εκτιμάτε | |
γ' πληθ. | εκτιμάν(ε) - εκτιμούν(ε) | εκτιμούσαν(ε) - εκτίμαγαν - εκτιμάγανε | θα εκτιμάν(ε) - εκτιμούν(ε) | να εκτιμάν(ε) - εκτιμούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εκτίμησα | θα εκτιμήσω | να εκτιμήσω | εκτιμήσει | ||
β' ενικ. | εκτίμησες | θα εκτιμήσεις | να εκτιμήσεις | εκτίμα - εκτίμησε | ||
γ' ενικ. | εκτίμησε | θα εκτιμήσει | να εκτιμήσει | |||
α' πληθ. | εκτιμήσαμε | θα εκτιμήσουμε | να εκτιμήσουμε | |||
β' πληθ. | εκτιμήσατε | θα εκτιμήσετε | να εκτιμήσετε | εκτιμήστε | ||
γ' πληθ. | εκτίμησαν εκτιμήσαν(ε) |
θα εκτιμήσουν(ε) | να εκτιμήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω εκτιμήσει | είχα εκτιμήσει | θα έχω εκτιμήσει | να έχω εκτιμήσει | ||
β' ενικ. | έχεις εκτιμήσει | είχες εκτιμήσει | θα έχεις εκτιμήσει | να έχεις εκτιμήσει | ||
γ' ενικ. | έχει εκτιμήσει | είχε εκτιμήσει | θα έχει εκτιμήσει | να έχει εκτιμήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε εκτιμήσει | είχαμε εκτιμήσει | θα έχουμε εκτιμήσει | να έχουμε εκτιμήσει | ||
β' πληθ. | έχετε εκτιμήσει | είχατε εκτιμήσει | θα έχετε εκτιμήσει | να έχετε εκτιμήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν εκτιμήσει | είχαν εκτιμήσει | θα έχουν εκτιμήσει | να έχουν εκτιμήσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εκτιμώμαι | εκτιμόμουν | θα εκτιμώμαι | να εκτιμώμαι | ||
β' ενικ. | εκτιμάσαι | εκτιμόσουν | θα εκτιμάσαι | να εκτιμάσαι | ||
γ' ενικ. | εκτιμάται | εκτιμόταν | θα εκτιμάται | να εκτιμάται | ||
α' πληθ. | εκτιμώμεθα - εκτιμόμαστε | εκτιμόμασταν | θα εκτιμώμεθα - εκτιμόμαστε | να εκτιμώμεθα - εκτιμόμαστε | ||
β' πληθ. | εκτιμάσθε - εκτιμάστε | εκτιμόσασταν | θα εκτιμάσθε - εκτιμάστε | να εκτιμάσθε - εκτιμάστε | εκτιμάσθε - εκτιμάστε | |
γ' πληθ. | εκτιμώνται | εκτιμόνταν - εκτιμόντουσαν | θα εκτιμώνται | να εκτιμώνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εκτιμήθηκα | θα εκτιμηθώ | να εκτιμηθώ | εκτιμηθεί | ||
β' ενικ. | εκτιμήθηκες | θα εκτιμηθείς | να εκτιμηθείς | εκτιμήσου | ||
γ' ενικ. | εκτιμήθηκε | θα εκτιμηθεί | να εκτιμηθεί | |||
α' πληθ. | εκτιμηθήκαμε | θα εκτιμηθούμε | να εκτιμηθούμε | |||
β' πληθ. | εκτιμηθήκατε | θα εκτιμηθείτε | να εκτιμηθείτε | εκτιμηθείτε | ||
γ' πληθ. | εκτιμήθηκαν εκτιμηθήκαν(ε) |
θα εκτιμηθούν(ε) | να εκτιμηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω εκτιμηθεί | είχα εκτιμηθεί | θα έχω εκτιμηθεί | να έχω εκτιμηθεί | εκτιμημένος | |
β' ενικ. | έχεις εκτιμηθεί | είχες εκτιμηθεί | θα έχεις εκτιμηθεί | να έχεις εκτιμηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει εκτιμηθεί | είχε εκτιμηθεί | θα έχει εκτιμηθεί | να έχει εκτιμηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε εκτιμηθεί | είχαμε εκτιμηθεί | θα έχουμε εκτιμηθεί | να έχουμε εκτιμηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε εκτιμηθεί | είχατε εκτιμηθεί | θα έχετε εκτιμηθεί | να έχετε εκτιμηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν εκτιμηθεί | είχαν εκτιμηθεί | θα έχουν εκτιμηθεί | να έχουν εκτιμηθεί |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εκτιμιέμαι | εκτιμιόμουν(α) | θα εκτιμιέμαι | να εκτιμιέμαι | ||
β' ενικ. | εκτιμιέσαι | εκτιμιόσουν(α) | θα εκτιμιέσαι | να εκτιμιέσαι | ||
γ' ενικ. | εκτιμιέται | εκτιμιόταν(ε) | θα εκτιμιέται | να εκτιμιέται | ||
α' πληθ. | εκτιμιόμαστε | εκτιμιόμαστε εκτιμιόμασταν |
θα εκτιμιόμαστε | να εκτιμιόμαστε | ||
β' πληθ. | εκτιμιέστε | εκτιμιόσαστε εκτιμιόσασταν |
θα εκτιμιέστε | να εκτιμιέστε | εκτιμιέστε | |
γ' πληθ. | εκτιμιούνται | εκτιμιόνταν(ε) εκτιμιούνταν εκτιμιόντουσαν |
θα εκτιμιούνται | να εκτιμιούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εκτιμήθηκα | θα εκτιμηθώ | να εκτιμηθώ | εκτιμηθεί | ||
β' ενικ. | εκτιμήθηκες | θα εκτιμηθείς | να εκτιμηθείς | εκτιμήσου | ||
γ' ενικ. | εκτιμήθηκε | θα εκτιμηθεί | να εκτιμηθεί | |||
α' πληθ. | εκτιμηθήκαμε | θα εκτιμηθούμε | να εκτιμηθούμε | |||
β' πληθ. | εκτιμηθήκατε | θα εκτιμηθείτε | να εκτιμηθείτε | εκτιμηθείτε | ||
γ' πληθ. | εκτιμήθηκαν εκτιμηθήκαν(ε) |
θα εκτιμηθούν(ε) | να εκτιμηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω εκτιμηθεί | είχα εκτιμηθεί | θα έχω εκτιμηθεί | να έχω εκτιμηθεί | εκτιμημένος | |
β' ενικ. | έχεις εκτιμηθεί | είχες εκτιμηθεί | θα έχεις εκτιμηθεί | να έχεις εκτιμηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει εκτιμηθεί | είχε εκτιμηθεί | θα έχει εκτιμηθεί | να έχει εκτιμηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε εκτιμηθεί | είχαμε εκτιμηθεί | θα έχουμε εκτιμηθεί | να έχουμε εκτιμηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε εκτιμηθεί | είχατε εκτιμηθεί | θα έχετε εκτιμηθεί | να έχετε εκτιμηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν εκτιμηθεί | είχαν εκτιμηθεί | θα έχουν εκτιμηθεί | να έχουν εκτιμηθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι εκτιμημένος - είμαστε, είστε, είναι εκτιμημένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν εκτιμημένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν εκτιμημένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι εκτιμημένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι εκτιμημένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι εκτιμημένος - να είμαστε, να είστε, να είναι εκτιμημένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία υπολογίζω