Δείτε επίσης: ἐκτιμῶ

Ετυμολογία

επεξεργασία

εκτιμώ, πρτ.: εκτιμούσα, αόρ.: εκτίμησα/εξετίμησα, παθ.φωνή: εκτιμώμαι, π.αόρ.: εκτιμήθηκα, μτχ.π.π.: εκτιμημένος

  1. κάνω μια εκτίμηση, έναν υπολογισμό για την αξία (ή την έκταση, το μέγεθος κ.λπ.) κάποιων πραγμάτων
      εκτιμώ την αξία της περιουσίας
     συνώνυμα: υπολογίζω, αποτιμώ
  2. έχω θετική γνώμη για κάποιον ή κάτι
      Αγαπητέ μου, εξετίμησα την προσπάθειά σας, αλλά πρέπει να ομολογήσουμε ότι δεν είχε τα αναμενόμενα αποτελέσματα.
     συνώνυμα: υπολήπτομαι

εκτιμάω/εκτιμώ, πρτ.: εκτιμούσα/εκτίμαγα, αόρ.: εκτίμησα, παθ.φωνή: εκτιμιέμαι, π.αόρ.: εκτιμήθηκα, μτχ.π.π.: εκτιμημένος

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία