εκτίμηση
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- εκτίμηση < ελληνιστική κοινή ἐκτίμησις < αρχαία ελληνική ἐκτιμάω
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
εκτίμηση θηλυκό
- υπολογισμός αξίας ή τιμής ενός αντικειμένου
- σεβασμός, απόδοση σεβασμού σε πρόσωπο
- υποκειμενική αξιολόγηση