τιμώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τιμώ < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική τιμῶ, συνηρημένος τύπος του τιμάω > τιμή. → δείτε και τη λέξη τιμάω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /tiˈmo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τι‐μώ
Ρήμα
επεξεργασίατιμώ
- άλλη μορφή του τιμάω → δείτε και την κλίση
Σύνθετα
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη τιμάω
Εκφράσεις
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία τιμώ
|