υπολογισμός
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- υπολογισμός < αρχαία ελληνική ὑπολογισμός < ὑπολογίζομαι
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /i.po.lo.ʝiˈzmos/
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
υπολογισμός αρσενικό
- οποιοδήποτε είδος επεξεργασίας πληροφοριών