estimate
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαestimate < λατινική aestimatus < aestimo
Προφορά 1
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈɛstɨˌmeɪ̪t/
- ⓘ
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | estimate |
γ΄ ενικό ενεστώτα | estimates |
αόριστος | estimated |
παθητική μετοχή | estimated |
ενεργητική μετοχή | estimating |
estimate (en)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΠροφορά 2
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
estimate | estimates |
estimate (en)
- η εκτίμηση, ο υπολογισμός, μια κρίση που κάνω χωρίς να έχω τις ακριβείς λεπτομέρειες ή αριθμούς σχετικά με το μέγεθος, το ποσό, το κόστος κτλ.
- ↪ a rough estimate - ένας πρόχειρος υπολογισμός
- ↪ According to a modest estimate, the cost will add up to 300 million.
- Σύμφωνα με ένα μέτριο υπολογισμό η δαπάνη θα ανέλθει σε 300 εκατομμύρια.
Πηγές
επεξεργασία- estimate (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- estimate (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 274-275. ISBN 9780194325684., λήμμα: εκτιμώ